ενυπομάζιος

ενυπομάζιος
ἐνυπομάζιος, -ον (Α)
αυτός που τίθεται κάτω από τον μαστό, το στήθος, αυτός που θηλάζει («βρέφος ἐνυπομάζιον», Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”